- περιβλέπω
- ΝΑ1. κοιτάζω γύρω γύρω, ρίχνω το βλέμμα μου ολόγυρα αναζητώντας κάποιον ή κάτι με τα μάτια2. κοιτάζω κάποιον με θαυμασμό, τιμώ, σέβομαι3. παθ. περιβλέπομαιπαρατηρούμαι από όλους με θαυμασμό, θαυμάζομαι, τιμώμαιαρχ.1. (ενεργ. και μέσ.) α) κοιτάζω ολόγυρα με εξεταστικό τρόποβ) επιθυμώ και επιδιώκω κάτι για τον εαυτό μου, εποφθαλμιώ2. μέσ. α) ρίχνω γύρω μου το βλέμμα μου, κοιτάζομαι γύρω γύρωβ) συμβουλεύομαι, κοιτάζω βιβλίο.
Dictionary of Greek. 2013.